Κρίση, κριτική κι εκπαίδευση
«Πριν αναρωτηθούμε για το τι σχολείο θέλουμε
πρέπει πρώτα να έχουμε ξεκαθαρίσει
τι είδους κοινωνία θέλουμε»
D. Hardgreaves
Η φράση αυτή του βρετανού καθηγητή, γραμμένη πριν τρεις δεκαετίες περίπου, αποκτά ιδιαίτερο βάρος στις μέρες μας, καθώς θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή συζήτησης γύρω από το θεσμό του σχολείου και τους παράγοντες εκείνους που συμβάλλουν στη δυναμική του. Παράγοντες που αλληλεπιδρούν (όπως το περιβάλλον, οι δομές, οι αξίες, οι ανθρώπινες σχέσεις ή οι στρατηγικές) ή επιχειρούν να προωθηθούν συμπορευόμενοι με τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας.
Στόχος, ωστόσο, της προσπάθειάς μας δεν είναι να αναπτύξουμε θέσεις, ιδέες, παιδαγωγικές ή κοινωνιολογικές θεωρήσεις γύρω από την εκπαιδευτική πολιτική των εθνικών μας κυβερνήσεων. Δεν είμαστε οι πλέον ειδικοί και δεν θεωρούμε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαλλε στην αναζήτηση- συζήτησή μας. Τα εκπαιδευτικά συστήματα που λειτούργησαν μέχρι σήμερα έχουν δεχθεί έντονη κριτική η οποία επικεντρωνόταν τόσο στην τυποποίηση της παιδαγωγικής διαδικασίας ή την αποσύνδεσή της από τη ζωή όσο και στα πρακτικά προβλήματα που προέκυπταν εξαιτίας της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης.
Παράλληλα, οι ραγδαίες μεταβολές των τριών τελευταίων ετών σε παγκόσμιο επίπεδο, με τις γενικότερες αλλαγές που προωθούνται και στις εργασιακές σχέσεις, στα πλαίσια της κρίσης, δε θα μπορούσε να μην επηρεάσει την ελληνική εκπαίδευση. Τα προγράμματα σπουδών, θολά και μίζερα, με μαθητές να αναμασούν την υπάρχουσα γνώση κι εκπαιδευτικούς δίχως περιθώρια ανάπτυξης πρωτοβουλιών. Η λογική της αποστήθισης μέσα από το ένα και μοναδικό σύγγραμμα με στόχο την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η καταμέτρηση λέξεων στις εκθέσεις-καρικατούρες (γιατί άραγε;) των εφήβων μας, τα ανύπαρκτα σχέδια εργασίας και οι ελλείψεις σε υλικό κι υποδομές σκιαγραφούν τη σχολική μας πραγματικότητα. Η συνεχής υποχρηματοδότηση δίνει τη χαριστική βολή. Η κρίση που διαπερνά το δημόσιο σχολείο, με μαθητές να στοιβάζονται σε αίθουσες-κελιά, με εκπαιδευτικούς που δεν έχουν την ευκαιρία να επιμορφωθούν ή κι όπου στήθηκαν κέντρα επιμόρφωσης λειτούργησαν με τεράστια προβλήματα στην οργάνωση ή το περιεχόμενο. Με παντελή απομάκρυνση του σχολείου, και ιδιαίτερα του τεχνολογικού, από την τοπική κοινωνία.
Προσπαθούμε να καταγράψουμε μέρος μόνο της σκληρής πραγματικότητας. Η διαπίστωση πως κρίση σημαίνει σχολική αποτυχία και διαρροή νέων ανθρώπων, αδιάφορων, χωρίς όνειρα, ανέργων ενισχύεται και από το γεγονός ότι στις υποβαθμισμένες περιοχές με τις κοινωνικές, οικονομικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες τα ποσοστά αυξάνονται δραματικά.
Το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο κατακερματίζεται. Η προσχολική αγωγή αποτελεί την «καυτή πατάτα» που περιέρχεται στα χέρια των δήμων, οι οποίοι με τη σειρά τους αναζητούν λύσεις της τελευταίας στιγμής. Το προσωπικό σε καθεστώς ομηρίας. Ταυτόχρονα, οι ανάγκες αυξάνουν και οι γονείς στρέφονται στην πιο ενδεδειγμένη λύση: ο ιδιωτικός παιδικός σταθμός.
Τα προβλήματα μάλλον δε σταματούν εδώ. Ελλείψεις σε βιβλία, δασκάλους, ειδικούς παιδαγωγούς, γυμναστές, παιδοψυχολόγους ή καθηγητές ξένων γλωσσών, κτιριακές υποδομές κ.λπ. συμπληρώνουν το μακρύ κατάλογο κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Τάξεις υποδοχής υπολειτουργούν ή εμφανίζονται πλασματικά. Διαγνωστικά κέντρα μετρημένα στα δάχτυλα, με ελάχιστο προσωπικό. Μαθητής ο οποίος καταγράφεται ως δυσλεκτικός απλά ακολουθεί το ενιαίο πρόγραμμα, απαλλαγμένος από το άγχος των γραπτών δοκιμασιών. Τα προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας υποβαθμίζονται με αποτέλεσμα γονείς και μαθητές να αναζητούν τη λύση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Στην ίδια μοίρα και η διδασκαλία ξένων γλωσσών…
Λόγοι κυρίως κοινωνικοοικονομικοί και παιδαγωγικοί επέβαλαν τη δημιουργία του ολοήμερου σχολείου. Ένας θεσμός που θα μπορούσε να προσφέρει πολλά σε μαθητές και γονείς αν υπήρχε ο κατάλληλος σχεδιασμός και η ενίσχυσή του από το υπουργείο Παιδείας. Επιπλέον οι σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων με δυσκολίες στο συντονισμό δεν είναι εύκολο να κατευθύνουν τη δράση τους προς την επίλυση των προβλημάτων παιδείας.
Ο «ΧΑΡΤΙΝΟΣ» ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ
Ο νέος νόμος Ν. 3848-2010 αποτελεί την τρίτη νομοθετική πρωτοβουλία (οι άλλες δύο είναι η «προσαρμογή του Εκπαιδευτικού Συστήματος στη Νέα Διοικητική Αρχιτεκτονική της χώρας» και η «Επαγγελματική - Τεχνική Εκπαίδευση») που αφορά στην υλοποίηση προγράμματος για το «Νέο Σχολείο». Το 38 σελίδων κείμενο βρίθει από μεγαλόστομες εξαγγελίες, ρητορείες περί προτεραιότητας του μαθητή, αναβάθμισης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καινοτόμα προγράμματα και σύνδεσης της γνώσης με την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου τα μέλη των 800 σχολείων, που έχουν επιλεγεί πιλοτικά ανά την επικράτεια, θα προχωρήσουν σε σχεδιασμό δράσεων που στη συνέχεια θα τις υλοποιήσουν και θα τις αξιολογήσουν με στόχο την ανάπτυξη και βελτίωση της σχολικής μονάδας. Μέσα από μια σειρά διαδικασιών και κάτω από άμεση ενημέρωση και συνεχή ανατροφοδότηση θα εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του θεσμού. Για το δεύτερο χρόνο της εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου έχει προβλεφθεί ο έγκαιρος σχεδιασμός αντίστοιχου πλαισίου.
Θα χρειαστεί να σταθούμε λίγο περισσότερο στις τομές- προτάσεις της εγκυκλίου για την αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας μιας και περιλαμβάνει :
α. Τομείς που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό, τους οικονομικούς πόρους και την υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου.
β. Τομείς που αφορούν τη διοίκησή του, την αξιοποίηση των πόρων και την εφαρμογή του προγράμματος.
γ. Τομείς που αφορούν το κλίμα και τις σχέσεις μεταξύ των παραγόντων της σχολικής κοινότητας, εκπαιδευτικών-μαθητών-γονέων.
δ. Τομείς που αφορούν τη διδακτική και μαθησιακή διαδικασία αλλά και την αξιολόγηση των μαθητών.
ε. Τομείς που αναφέρονται στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα (π.χ. επίδοση, διαρροή κοινωνική ανάπτυξη μαθητών κ.λπ.)
Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει απόλυτα με αυτό το σχεδιασμό, μιας και το εγχείρημα φαίνεται να τακτοποιεί όλα τα ανοιχτά θέματα Παιδείας. Το ζήτημα όμως είναι περισσότερο σοβαρό από το να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην αγορά, για παράδειγμα, διαδραστικών πινάκων, απαραίτητων πλέον αξεσουάρ του ψηφιακού σχολείου.
Το «Νέο Σχολείο» αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής της χώρας που αρχίζει να υλοποιείται με τον «Καλλικράτη». Βασικός στόχος η εναρμόνιση της εκπαίδευσης με τη φιλοσοφία της επανίδρυσης του κράτους που το θέλει να μεταφέρει κοινωνικές παροχές (όπως η Παιδεία) και δαπάνες που διογκώνουν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού στους τοπικούς φορείς. Παράλληλα εκχωρεί ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας σε ιδιώτες (ας θυμηθούμε τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα), διατηρώντας στο ακέραιο όμως τους ελεγκτικούς του μηχανισμούς και τις αυταρχικές δομές του.
Οι αποφάσεις της Λισσαβόνας και των υπουργών της Ε.Ε. υλοποιούνται σε μια περίοδο που το πρόγραμμα σταθερότητας (;) συμπιέζει τις λειτουργικές δαπάνες προς τα κάτω. Αν δούμε το παράδειγμα από τα «ενδεικτικά κριτήρια αξιολόγησης δεικτών» του νέου νόμου, το υπουργείο διερωτάται:
Οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι θα επιτρέπουν π.χ. τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη της σχολικής ζωής;- Ο Δήμος ή η Κοινότητα υποστηρίζει οικονομικά το σχολείο; - Ο Σύλλογος Γονέων/Κηδεμόνων υποστηρίζει οικονομικά το σχολείο; Η Σχολική Επιτροπή ανταποκρίνεται στα αιτήματα του σχολείου;
Όλοι γνωρίζουμε ότι το κράτος αδυνατεί να εξασφαλίσει οικονομικά τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της σχολικής ζωής. Ζητάει λοιπόν τη σύμπραξη όχι μόνο του Δήμου αλλά και των Γονέων. Αν θέλουν τα παιδιά τους να μορφωθούν σωστά θα πρέπει «να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη».
Τα προτεινόμενα μέτρα γίνονται με κριτήρια την εύκολη προσαρμογή και την επιχειρηματικότητα, ώστε η γνώση να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική. Η λογική της ώθησης προς την αγορά και τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, μέσα από τα προγράμματα σπουδών ειδικά των Τεχνολογικών Λυκείων, προκειμένου να εξοικονομηθούν κονδύλια για τον κρατικό κορβανά είναι πρόδηλη.
Κανένα σχολείο και κανένα παιδί δεν αφήνουμε να μείνει πίσω.
Το σύνθημα δεν είναι καινούριο. Το συναντά κανείς στις ΗΠΑ του Κλίντον με ολέθρια αποτελέσματα. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση, τα ευέλικτα προγράμματα, η ενίσχυση της διαφορετικότητας προϋποθέτουν τουλάχιστον επανδρωμένα σχολεία, με τους κατάλληλους εκπαιδευτικούς. Ο Σεπτέμβρης θα ξεκινήσει με μείωση προσλήψεων κατά 50% στους μόνιμους εκπαιδευτικούς και 70% στους αναπληρωτές. Ταυτόχρονα δε λαμβάνονται υπόψη/αγνοούνται οι γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες που διαμορφώνουν αναποτελεσματικές συνθήκες μάθησης οδηγώντας τους μαθητές στον αναλφαβητισμό και την εγκατάλειψη. Ακόμη και στον ίδιο δήμο θα μπορέσει να συναντήσει κανείς φαινόμενα μετακίνησης πληθυσμών, καθώς πολλές μονάδες θα μπορούν να ανταπεξέλθουν και να προσαρμοστούν στις επιταγές του «Νέου Σχολείου» κι άλλες όχι. Οι τελευταίες θα οδηγηθούν είτε σε υποχρεωτική αναπροσαρμογή (οι διευθυντές άλλωστε μετατρέπονται σε μάνατζερς) είτε σε κλείσιμο. Η εμπειρία από τα σχολεία της Βρετανίας είναι πλούσια και διδακτική. Η αποκέντρωση της εκπαίδευσης με βάση τους νόμους της αγοράς δημιουργεί μεν στενότερους δεσμούς με την τοπική κοινωνία, δε βάζει όμως όρια, καθώς οι κοινωνικοί εταίροι θα συμμετάσχουν ενεργά στα προγράμματα σπουδών. Το ίδιο πλαίσιο είχαν θέσει και οι υπουργοί Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας. Εδώ απλά εξελίσσεται η δράση με γοργότερους ρυθμούς. Μην ξεχνάμε το τι συνέβη με τα Netbooksστην Α’ Γυμνασίου. Κερδισμένες βγήκαν οι εταιρίες πώλησης Η/Υ κι όχι οι μαθητές.
Το καινοτόμο σχολείο είναι το ψηφιακό σχολείο. Το σχολείο της άμεσης και γρήγορης πληροφόρησης. Το σχολείο των οπτικών ινών και των e-τάξεων. Δίκτυα και καταγραφή των πάντων σε ηλεκτρονική μορφή. Τα συμβούλια και οι σχολικές επιτροπές θα τρέχουν να στήσουν εργαστήρια πληροφορικής, μάθημα που εισάγεται και στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού. Η τεχνολογία στην υπηρεσία της εκπαίδευσης. Μαζί της όμως θα χρειαστεί να συμπορευτούν και οι ικανοί. Η κ. Διαμαντοπούλου το εξέφρασε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: μας ενδιαφέρει ο νέος άνθρωπος όχι στο αν πήρε πτυχίο αλλά στο αν κατάφερε να βρει δουλειά. Και πάλι η αγορά είναι εκείνη που διαμορφώνει την τελική λίστα. Κι η αγορά θέλει ανθρώπους ευέλικτους, ευπροσάρμοστους, παραγωγικούς κι αποδοτικούς. Αυτό για το οποίο ο νόμος θέτει ως βασικό του στόχο:
Ο μαθητής κατακτά το «Μαθαίνω πώς να μαθαίνω».
Όχι λοιπόν εμβάθυνση. Όχι ερωτήσεις του τύπου « Γιατί;». Δεν αναζητάμε την ουσία. Μας ενδιαφέρουν οι δεξιότητες. Με αυτόν τον τρόπο ο νέος άνθρωπος δεν οδηγείται στη γνωστική κατάκτηση και στην ολοκλήρωση. Απλά θα κυνηγά επιμορφώσεις, σεμινάρια, πιστοποιητικά. Η δια βίου μάθηση αξιοποιείται από τον εκάστοτε εργοδότη μιας και ο καθένας μας θα διαθέτει διαφορετικά προσόντα.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η πιστοποίηση ξένης γλώσσας.
Οι στρατηγικοί στόχοι στα πλαίσια του νέου σχολείου υποστηρίζονται με:
Πιστοποίηση των γνώσεων ξένης γλώσσας και χρήσης Η/Υ.
Μια ξένη γλώσσα που ξεκινά από την Πρώτη δημοτικού, με βασικό στόχο ο μαθητής στο τέλος της Έκτης να βρίσκεται στο επίπεδο Β1’. Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθεί κανείς στο παιδαγωγικό παράδοξο. Μικρά παιδιά που δεν έχουν κατακτήσει βασικές δομές της ελληνικής καλούνται να αξιολογηθούν και στην αγγλική γλώσσα. Προφανώς οι οικονομικές επιταγές έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τις παιδαγωγικές. Οι γονείς θα αναζητήσουν νωρίτερα κάποιο φροντιστήριο ξένων γλωσσών επιβαρύνοντας τον οικογενειακό προϋπολογισμό με επιπλέον δαπάνες.
ΚΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ ΧΤΥΠΑ ΑΚΟΜΗ
Προσπαθήσαμε να αναφερθούμε σε μερικά μόνο σημεία της νέας πολιτικής για την Παιδεία. Ζητήματα που συναντάμε τόσο ως γονείς όσο και ως πολίτες της Πετρούπολης. Θέματα που στο άμεσο μέλλον θα μας επηρεάσουν, όχι μόνο οικονομικά, αφού η συμβολή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων ενισχύεται, αλλά κυρίως κοινωνικά, καθώς το σχολείο αλλάζει ρόλο. Δεν επιδιώκεται η ουσιαστική μάθηση. Οι μαθητές, μέσα σε εξαντλητικά εφτάωρα από την Α’ τάξη του Δημοτικού, θα κληθούν να ανταποκριθούν στο να γίνουν περισσότερο παραγωγικοί, ευέλικτοι και τελικά χρήσιμοι στην αγορά εργασίας. Θα στοιβάζονται σε εκπαιδευτήρια κι αίθουσες για να συμπληρώνουν τον προσωπικό τους φάκελο. Ό,τι γίνεται σήμερα με τους μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών θα συμβεί με ταχύτερους ρυθμούς από δω και πέρα.
Η όλη προσπάθεια «ντύνεται» με μαθήματα θεατρικής αγωγής και διδασκαλίας χορών, προκειμένου γονείς και μαθητές να δεχθούν την πίεση. Η ήδη βαριά τσάντα δεν θα μένει στο σχολείο. Δεν υπάρχει η διάθεση από πλευράς υπουργείου διδακτικής στήριξης κι ενισχυτικής διδασκαλίας μέσα στο 35ωρο πρόγραμμα. Ακόμη και το ολοήμερο σχολείο αφιερώνει ελάχιστο χρόνο στην εμπέδωση της ύλης. Έτσι ο μαθητής θα επιστρέφει στην καλύτερη περίπτωση στις 2.00 μ.μ. κατάκοπος, με περισσότερο άγχος και απορίες για την επόμενη μέρα.
Αντιλαμβανόμαστε πως μια τέτοια πολιτική είναι αδιέξοδη. Είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ΟΟΣΑ-PISA και των επιταγών της Αγοράς. Οι νέες ιδέες δεν πρέπει να θυσιαστούν στο βωμό του κέρδους. Γι’ αυτό λοιπόν διεκδικούμε:
Μόνον έτσι τα σχολειά μας θα αποτελέσουν χώρο μάθησης, έρευνας και προώθησης υψηλών υποδειγμάτων και προτύπων. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε ν’ απαλλαγούμε από προστάτες και Χίμαιρες. Και κάπως έτσι θα διεκδικήσουμε θέση στ’ όνειρο.
πρέπει πρώτα να έχουμε ξεκαθαρίσει
τι είδους κοινωνία θέλουμε»
D. Hardgreaves
Η φράση αυτή του βρετανού καθηγητή, γραμμένη πριν τρεις δεκαετίες περίπου, αποκτά ιδιαίτερο βάρος στις μέρες μας, καθώς θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή συζήτησης γύρω από το θεσμό του σχολείου και τους παράγοντες εκείνους που συμβάλλουν στη δυναμική του. Παράγοντες που αλληλεπιδρούν (όπως το περιβάλλον, οι δομές, οι αξίες, οι ανθρώπινες σχέσεις ή οι στρατηγικές) ή επιχειρούν να προωθηθούν συμπορευόμενοι με τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας.
Στόχος, ωστόσο, της προσπάθειάς μας δεν είναι να αναπτύξουμε θέσεις, ιδέες, παιδαγωγικές ή κοινωνιολογικές θεωρήσεις γύρω από την εκπαιδευτική πολιτική των εθνικών μας κυβερνήσεων. Δεν είμαστε οι πλέον ειδικοί και δεν θεωρούμε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαλλε στην αναζήτηση- συζήτησή μας. Τα εκπαιδευτικά συστήματα που λειτούργησαν μέχρι σήμερα έχουν δεχθεί έντονη κριτική η οποία επικεντρωνόταν τόσο στην τυποποίηση της παιδαγωγικής διαδικασίας ή την αποσύνδεσή της από τη ζωή όσο και στα πρακτικά προβλήματα που προέκυπταν εξαιτίας της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης.
Παράλληλα, οι ραγδαίες μεταβολές των τριών τελευταίων ετών σε παγκόσμιο επίπεδο, με τις γενικότερες αλλαγές που προωθούνται και στις εργασιακές σχέσεις, στα πλαίσια της κρίσης, δε θα μπορούσε να μην επηρεάσει την ελληνική εκπαίδευση. Τα προγράμματα σπουδών, θολά και μίζερα, με μαθητές να αναμασούν την υπάρχουσα γνώση κι εκπαιδευτικούς δίχως περιθώρια ανάπτυξης πρωτοβουλιών. Η λογική της αποστήθισης μέσα από το ένα και μοναδικό σύγγραμμα με στόχο την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η καταμέτρηση λέξεων στις εκθέσεις-καρικατούρες (γιατί άραγε;) των εφήβων μας, τα ανύπαρκτα σχέδια εργασίας και οι ελλείψεις σε υλικό κι υποδομές σκιαγραφούν τη σχολική μας πραγματικότητα. Η συνεχής υποχρηματοδότηση δίνει τη χαριστική βολή. Η κρίση που διαπερνά το δημόσιο σχολείο, με μαθητές να στοιβάζονται σε αίθουσες-κελιά, με εκπαιδευτικούς που δεν έχουν την ευκαιρία να επιμορφωθούν ή κι όπου στήθηκαν κέντρα επιμόρφωσης λειτούργησαν με τεράστια προβλήματα στην οργάνωση ή το περιεχόμενο. Με παντελή απομάκρυνση του σχολείου, και ιδιαίτερα του τεχνολογικού, από την τοπική κοινωνία.
Προσπαθούμε να καταγράψουμε μέρος μόνο της σκληρής πραγματικότητας. Η διαπίστωση πως κρίση σημαίνει σχολική αποτυχία και διαρροή νέων ανθρώπων, αδιάφορων, χωρίς όνειρα, ανέργων ενισχύεται και από το γεγονός ότι στις υποβαθμισμένες περιοχές με τις κοινωνικές, οικονομικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες τα ποσοστά αυξάνονται δραματικά.
Το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο κατακερματίζεται. Η προσχολική αγωγή αποτελεί την «καυτή πατάτα» που περιέρχεται στα χέρια των δήμων, οι οποίοι με τη σειρά τους αναζητούν λύσεις της τελευταίας στιγμής. Το προσωπικό σε καθεστώς ομηρίας. Ταυτόχρονα, οι ανάγκες αυξάνουν και οι γονείς στρέφονται στην πιο ενδεδειγμένη λύση: ο ιδιωτικός παιδικός σταθμός.
Τα προβλήματα μάλλον δε σταματούν εδώ. Ελλείψεις σε βιβλία, δασκάλους, ειδικούς παιδαγωγούς, γυμναστές, παιδοψυχολόγους ή καθηγητές ξένων γλωσσών, κτιριακές υποδομές κ.λπ. συμπληρώνουν το μακρύ κατάλογο κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Τάξεις υποδοχής υπολειτουργούν ή εμφανίζονται πλασματικά. Διαγνωστικά κέντρα μετρημένα στα δάχτυλα, με ελάχιστο προσωπικό. Μαθητής ο οποίος καταγράφεται ως δυσλεκτικός απλά ακολουθεί το ενιαίο πρόγραμμα, απαλλαγμένος από το άγχος των γραπτών δοκιμασιών. Τα προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας υποβαθμίζονται με αποτέλεσμα γονείς και μαθητές να αναζητούν τη λύση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Στην ίδια μοίρα και η διδασκαλία ξένων γλωσσών…
Λόγοι κυρίως κοινωνικοοικονομικοί και παιδαγωγικοί επέβαλαν τη δημιουργία του ολοήμερου σχολείου. Ένας θεσμός που θα μπορούσε να προσφέρει πολλά σε μαθητές και γονείς αν υπήρχε ο κατάλληλος σχεδιασμός και η ενίσχυσή του από το υπουργείο Παιδείας. Επιπλέον οι σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων με δυσκολίες στο συντονισμό δεν είναι εύκολο να κατευθύνουν τη δράση τους προς την επίλυση των προβλημάτων παιδείας.
Ο «ΧΑΡΤΙΝΟΣ» ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ
Ο νέος νόμος Ν. 3848-2010 αποτελεί την τρίτη νομοθετική πρωτοβουλία (οι άλλες δύο είναι η «προσαρμογή του Εκπαιδευτικού Συστήματος στη Νέα Διοικητική Αρχιτεκτονική της χώρας» και η «Επαγγελματική - Τεχνική Εκπαίδευση») που αφορά στην υλοποίηση προγράμματος για το «Νέο Σχολείο». Το 38 σελίδων κείμενο βρίθει από μεγαλόστομες εξαγγελίες, ρητορείες περί προτεραιότητας του μαθητή, αναβάθμισης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καινοτόμα προγράμματα και σύνδεσης της γνώσης με την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου τα μέλη των 800 σχολείων, που έχουν επιλεγεί πιλοτικά ανά την επικράτεια, θα προχωρήσουν σε σχεδιασμό δράσεων που στη συνέχεια θα τις υλοποιήσουν και θα τις αξιολογήσουν με στόχο την ανάπτυξη και βελτίωση της σχολικής μονάδας. Μέσα από μια σειρά διαδικασιών και κάτω από άμεση ενημέρωση και συνεχή ανατροφοδότηση θα εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή του θεσμού. Για το δεύτερο χρόνο της εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου έχει προβλεφθεί ο έγκαιρος σχεδιασμός αντίστοιχου πλαισίου.
Θα χρειαστεί να σταθούμε λίγο περισσότερο στις τομές- προτάσεις της εγκυκλίου για την αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας μιας και περιλαμβάνει :
α. Τομείς που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό, τους οικονομικούς πόρους και την υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου.
β. Τομείς που αφορούν τη διοίκησή του, την αξιοποίηση των πόρων και την εφαρμογή του προγράμματος.
γ. Τομείς που αφορούν το κλίμα και τις σχέσεις μεταξύ των παραγόντων της σχολικής κοινότητας, εκπαιδευτικών-μαθητών-γονέων.
δ. Τομείς που αφορούν τη διδακτική και μαθησιακή διαδικασία αλλά και την αξιολόγηση των μαθητών.
ε. Τομείς που αναφέρονται στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα (π.χ. επίδοση, διαρροή κοινωνική ανάπτυξη μαθητών κ.λπ.)
Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει απόλυτα με αυτό το σχεδιασμό, μιας και το εγχείρημα φαίνεται να τακτοποιεί όλα τα ανοιχτά θέματα Παιδείας. Το ζήτημα όμως είναι περισσότερο σοβαρό από το να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην αγορά, για παράδειγμα, διαδραστικών πινάκων, απαραίτητων πλέον αξεσουάρ του ψηφιακού σχολείου.
Το «Νέο Σχολείο» αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής της χώρας που αρχίζει να υλοποιείται με τον «Καλλικράτη». Βασικός στόχος η εναρμόνιση της εκπαίδευσης με τη φιλοσοφία της επανίδρυσης του κράτους που το θέλει να μεταφέρει κοινωνικές παροχές (όπως η Παιδεία) και δαπάνες που διογκώνουν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού στους τοπικούς φορείς. Παράλληλα εκχωρεί ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας σε ιδιώτες (ας θυμηθούμε τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα), διατηρώντας στο ακέραιο όμως τους ελεγκτικούς του μηχανισμούς και τις αυταρχικές δομές του.
Οι αποφάσεις της Λισσαβόνας και των υπουργών της Ε.Ε. υλοποιούνται σε μια περίοδο που το πρόγραμμα σταθερότητας (;) συμπιέζει τις λειτουργικές δαπάνες προς τα κάτω. Αν δούμε το παράδειγμα από τα «ενδεικτικά κριτήρια αξιολόγησης δεικτών» του νέου νόμου, το υπουργείο διερωτάται:
Οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι θα επιτρέπουν π.χ. τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη της σχολικής ζωής;- Ο Δήμος ή η Κοινότητα υποστηρίζει οικονομικά το σχολείο; - Ο Σύλλογος Γονέων/Κηδεμόνων υποστηρίζει οικονομικά το σχολείο; Η Σχολική Επιτροπή ανταποκρίνεται στα αιτήματα του σχολείου;
Όλοι γνωρίζουμε ότι το κράτος αδυνατεί να εξασφαλίσει οικονομικά τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της σχολικής ζωής. Ζητάει λοιπόν τη σύμπραξη όχι μόνο του Δήμου αλλά και των Γονέων. Αν θέλουν τα παιδιά τους να μορφωθούν σωστά θα πρέπει «να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη».
Τα προτεινόμενα μέτρα γίνονται με κριτήρια την εύκολη προσαρμογή και την επιχειρηματικότητα, ώστε η γνώση να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική. Η λογική της ώθησης προς την αγορά και τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, μέσα από τα προγράμματα σπουδών ειδικά των Τεχνολογικών Λυκείων, προκειμένου να εξοικονομηθούν κονδύλια για τον κρατικό κορβανά είναι πρόδηλη.
Κανένα σχολείο και κανένα παιδί δεν αφήνουμε να μείνει πίσω.
Το σύνθημα δεν είναι καινούριο. Το συναντά κανείς στις ΗΠΑ του Κλίντον με ολέθρια αποτελέσματα. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση, τα ευέλικτα προγράμματα, η ενίσχυση της διαφορετικότητας προϋποθέτουν τουλάχιστον επανδρωμένα σχολεία, με τους κατάλληλους εκπαιδευτικούς. Ο Σεπτέμβρης θα ξεκινήσει με μείωση προσλήψεων κατά 50% στους μόνιμους εκπαιδευτικούς και 70% στους αναπληρωτές. Ταυτόχρονα δε λαμβάνονται υπόψη/αγνοούνται οι γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες που διαμορφώνουν αναποτελεσματικές συνθήκες μάθησης οδηγώντας τους μαθητές στον αναλφαβητισμό και την εγκατάλειψη. Ακόμη και στον ίδιο δήμο θα μπορέσει να συναντήσει κανείς φαινόμενα μετακίνησης πληθυσμών, καθώς πολλές μονάδες θα μπορούν να ανταπεξέλθουν και να προσαρμοστούν στις επιταγές του «Νέου Σχολείου» κι άλλες όχι. Οι τελευταίες θα οδηγηθούν είτε σε υποχρεωτική αναπροσαρμογή (οι διευθυντές άλλωστε μετατρέπονται σε μάνατζερς) είτε σε κλείσιμο. Η εμπειρία από τα σχολεία της Βρετανίας είναι πλούσια και διδακτική. Η αποκέντρωση της εκπαίδευσης με βάση τους νόμους της αγοράς δημιουργεί μεν στενότερους δεσμούς με την τοπική κοινωνία, δε βάζει όμως όρια, καθώς οι κοινωνικοί εταίροι θα συμμετάσχουν ενεργά στα προγράμματα σπουδών. Το ίδιο πλαίσιο είχαν θέσει και οι υπουργοί Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας. Εδώ απλά εξελίσσεται η δράση με γοργότερους ρυθμούς. Μην ξεχνάμε το τι συνέβη με τα Netbooksστην Α’ Γυμνασίου. Κερδισμένες βγήκαν οι εταιρίες πώλησης Η/Υ κι όχι οι μαθητές.
Το καινοτόμο σχολείο είναι το ψηφιακό σχολείο. Το σχολείο της άμεσης και γρήγορης πληροφόρησης. Το σχολείο των οπτικών ινών και των e-τάξεων. Δίκτυα και καταγραφή των πάντων σε ηλεκτρονική μορφή. Τα συμβούλια και οι σχολικές επιτροπές θα τρέχουν να στήσουν εργαστήρια πληροφορικής, μάθημα που εισάγεται και στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού. Η τεχνολογία στην υπηρεσία της εκπαίδευσης. Μαζί της όμως θα χρειαστεί να συμπορευτούν και οι ικανοί. Η κ. Διαμαντοπούλου το εξέφρασε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: μας ενδιαφέρει ο νέος άνθρωπος όχι στο αν πήρε πτυχίο αλλά στο αν κατάφερε να βρει δουλειά. Και πάλι η αγορά είναι εκείνη που διαμορφώνει την τελική λίστα. Κι η αγορά θέλει ανθρώπους ευέλικτους, ευπροσάρμοστους, παραγωγικούς κι αποδοτικούς. Αυτό για το οποίο ο νόμος θέτει ως βασικό του στόχο:
Ο μαθητής κατακτά το «Μαθαίνω πώς να μαθαίνω».
Όχι λοιπόν εμβάθυνση. Όχι ερωτήσεις του τύπου « Γιατί;». Δεν αναζητάμε την ουσία. Μας ενδιαφέρουν οι δεξιότητες. Με αυτόν τον τρόπο ο νέος άνθρωπος δεν οδηγείται στη γνωστική κατάκτηση και στην ολοκλήρωση. Απλά θα κυνηγά επιμορφώσεις, σεμινάρια, πιστοποιητικά. Η δια βίου μάθηση αξιοποιείται από τον εκάστοτε εργοδότη μιας και ο καθένας μας θα διαθέτει διαφορετικά προσόντα.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η πιστοποίηση ξένης γλώσσας.
Οι στρατηγικοί στόχοι στα πλαίσια του νέου σχολείου υποστηρίζονται με:
Πιστοποίηση των γνώσεων ξένης γλώσσας και χρήσης Η/Υ.
Μια ξένη γλώσσα που ξεκινά από την Πρώτη δημοτικού, με βασικό στόχο ο μαθητής στο τέλος της Έκτης να βρίσκεται στο επίπεδο Β1’. Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθεί κανείς στο παιδαγωγικό παράδοξο. Μικρά παιδιά που δεν έχουν κατακτήσει βασικές δομές της ελληνικής καλούνται να αξιολογηθούν και στην αγγλική γλώσσα. Προφανώς οι οικονομικές επιταγές έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τις παιδαγωγικές. Οι γονείς θα αναζητήσουν νωρίτερα κάποιο φροντιστήριο ξένων γλωσσών επιβαρύνοντας τον οικογενειακό προϋπολογισμό με επιπλέον δαπάνες.
ΚΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ ΧΤΥΠΑ ΑΚΟΜΗ
Προσπαθήσαμε να αναφερθούμε σε μερικά μόνο σημεία της νέας πολιτικής για την Παιδεία. Ζητήματα που συναντάμε τόσο ως γονείς όσο και ως πολίτες της Πετρούπολης. Θέματα που στο άμεσο μέλλον θα μας επηρεάσουν, όχι μόνο οικονομικά, αφού η συμβολή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων ενισχύεται, αλλά κυρίως κοινωνικά, καθώς το σχολείο αλλάζει ρόλο. Δεν επιδιώκεται η ουσιαστική μάθηση. Οι μαθητές, μέσα σε εξαντλητικά εφτάωρα από την Α’ τάξη του Δημοτικού, θα κληθούν να ανταποκριθούν στο να γίνουν περισσότερο παραγωγικοί, ευέλικτοι και τελικά χρήσιμοι στην αγορά εργασίας. Θα στοιβάζονται σε εκπαιδευτήρια κι αίθουσες για να συμπληρώνουν τον προσωπικό τους φάκελο. Ό,τι γίνεται σήμερα με τους μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών θα συμβεί με ταχύτερους ρυθμούς από δω και πέρα.
Η όλη προσπάθεια «ντύνεται» με μαθήματα θεατρικής αγωγής και διδασκαλίας χορών, προκειμένου γονείς και μαθητές να δεχθούν την πίεση. Η ήδη βαριά τσάντα δεν θα μένει στο σχολείο. Δεν υπάρχει η διάθεση από πλευράς υπουργείου διδακτικής στήριξης κι ενισχυτικής διδασκαλίας μέσα στο 35ωρο πρόγραμμα. Ακόμη και το ολοήμερο σχολείο αφιερώνει ελάχιστο χρόνο στην εμπέδωση της ύλης. Έτσι ο μαθητής θα επιστρέφει στην καλύτερη περίπτωση στις 2.00 μ.μ. κατάκοπος, με περισσότερο άγχος και απορίες για την επόμενη μέρα.
Αντιλαμβανόμαστε πως μια τέτοια πολιτική είναι αδιέξοδη. Είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ΟΟΣΑ-PISA και των επιταγών της Αγοράς. Οι νέες ιδέες δεν πρέπει να θυσιαστούν στο βωμό του κέρδους. Γι’ αυτό λοιπόν διεκδικούμε:
- Άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία. Ένα σχολείο που θα αποτελεί πόλο έλξης σε κάθε γειτονιά. Μακριά από μίζερες πολιτικές και οικονομίστικους υπολογισμούς. Με χώρους κατάλληλους για ανάπτυξη όλων των τρόπων έκφρασης και δημιουργίας. Να στηθούν λοιπόν όλες εκείνες οι υποδομές που θεωρούνται απαραίτητες για τη χρήση και λειτουργία τους. Ένα σχολείο που να κερδίζει τους μαθητές παρέχοντάς τους λύσεις και πραγματικά εφόδια για τη ζωή.
- Ενιαίο 12χρονο σχολείο. Χωρίς κατακερματισμένες γνώσεις και υποβάθμιση. Δωρεάν, δημόσιο, ποιοτικό, πολυπολιτισμικό, ανθρωποκεντρικό και σύγχρονο. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούμε ακόμη πιο δυναμικά. Να αγωνιστούμε ενωτικά, με πολύμορφες δράσεις και συσπειρώσεις πλάι σε συλλόγους γονέων, μαθητές, δασκάλους και πανεπιστημιακούς.
- Ουσιαστική χρηματοδότηση για τη λειτουργία ειδικών τάξεων, προγραμμάτων πρόσθετης διδακτικής στήριξης και ολοήμερου σχολείου. Λειτουργία κέντρων συμβουλευτικής γονέων και συντονισμό με τις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου.
- Καμιάς μορφής κατηγοριοποίηση. Όχι σχολεία δύο και τριών ταχυτήτων. Ίσες ευκαιρίες μάθησης. Ανάδειξη του δημοκρατικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
- Υποχρεωτική δίχρονη προσχολική αγωγή σε κατάλληλους χώρους, στελεχωμένους με μόνιμο εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό προσωπικό.
- Γενναία αύξηση των κονδυλίων για την παιδεία (15% του κρατικού προϋπολογισμού). Οι ανάγκες αυξάνουν, οι εκπαιδευτικοί δεν επαρκούν ούτε το προσωπικό των παιδικών σταθμών. Χρήματα για κάλυψη καθαριστριών, επιστατών, σχολικών φυλάκων και τροχονόμων.
Μόνον έτσι τα σχολειά μας θα αποτελέσουν χώρο μάθησης, έρευνας και προώθησης υψηλών υποδειγμάτων και προτύπων. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε ν’ απαλλαγούμε από προστάτες και Χίμαιρες. Και κάπως έτσι θα διεκδικήσουμε θέση στ’ όνειρο.